- λαληθρος
- λάληθρος2(ᾰ) болтливый, говорливый
(θῆλυ γένος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(θῆλυ γένος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
λάληθρος — λάληθρος, ον (Α) λάλος, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαλῶ + επίθημα θρος (πρβλ. στρωμύλη θρος)] … Dictionary of Greek
λάληθρον — λάληθρος talkative masc/fem acc sg λάληθρος talkative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek